obreption$54320$ - translation to ισπανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

obreption$54320$ - translation to ισπανικά

Obreption; Obreption and Subreption; Obreption and subreption; Obreption and subreption (law)

obreption      
n. obrepción

Ορισμός

Obreption
·noun The obtaining gifts of escheat by fraud or surprise.
II. Obreption ·noun The act of creeping upon with secrecy or by surprise.

Βικιπαίδεια

Obreption and subreption (Catholic canon law)

Obreption (from Latin obreptio, the act of stealing upon) and subreption (from Latin subreptio, the act of stealing, and Latin surripere, to take away secretly) are terms used in the canon law of the Catholic church to species of fraud by which an ecclesiastical rescript is obtained.

In Catholic Canon law, obreption is "the obtaining of or attempting to obtain a dispensation from ecclesiastical authority or a gift from the sovereign by fraud", "a positive allegation of what is false". Subreption in Catholic Canon law is "a concealment of the pertinent facts in a petition, as fordispensation or favor, that in certain cases nullifies the grant", "the obtainment of a dispensation or gift by concealment of the truth".

The terms are also used in the same senses as in Catholic canon law in Scots law.